ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΝΤΟΣ
· ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΣΕ ΛΕΧΑΙΝΙΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ*
Στίχους πολλούς μας έστειλαν κι από τα Λεχαινά…
θα ’χει κι εκεί, ως φαίνεται, η ποίησις φθηνά 1
Ετσι απέρριπτε έμμετρα ο Σουρής στον «Ρωμιό» Ιούλιος 1883 τα
σατιρικά δίστιχα, εμπνευσμένα από την κοινωνική ζωή των Λε-
χαινών του δεκαοχτάχρονου Καρκαβίτσα. Στον θάνατο του Σουρή
πολλά χρόνια αργότερα (4.9.19 Εστία) ο Καρκαβίτσας ανοιχτά πα-
ραδεχόταν: «Τον άκουσα και σιώπησα»...
Φοιτητής κι εγώ έναν καιρό, διασταυρώθηκα στην πλατεία του
Αι-Δημήτρη με μια δασκάλα μου, η οποία καμαρώνοντας «Έμαθα
μπήκες στο Πολυτεχνείο, θερμά συγχαρητήρια!» μου είπε, και απο-
μακρυνόμενη, κάπως σαν υστερόγραφο, μου πέταξε: «Και σκαρώ-
νεις πού και πού και κανένα ποιηματάκι», κάτι ως επιτρεπτή από-
κλιση δηλαδή, που είχε μεν την έγκρισή της, αλλά προσοχή, μόνο
σαν νεανική αμαρτία, όχι και να μου γίνει πάθος ισόβιο. Προφανώς
εγώ δεν την άκουσα και δεν σιώπησα, κακό του κεφαλιού μου. Η
ποίηση στα Λεχαινά (μα και αλλού, κι αλλού) ως φαίνεται, εξακο-
λουθούσε ακόμη τότε (και μόνο τότε;) να αποτιμάται φθηνά.
⨝
Όταν σε τιμά (για τέτοια μάλιστα ιδιότητα) η γενέτειρά σου, τότε
σου περνούνε σκέψεις ότι μπορεί χατιρική να είναι η τιμή. Ακόμη
πιο πολύ αν δεν διαθέτεις (έτσι που εν πολλοίς αποτραβηγμένος έ-
ζησες) και την έξωθεν χειροπιαστή καλή μαρτυρία: μια συστατική
κριτική-επιστολή βρε αδερφέ βαρύγδουπου ονόματος, ένα βαρύ-
τιμο βραβείο. Αφού είναι πασίγνωστο και τόσο επιβεβαιωμένο το
«ουδείς προφήτης στον τόπο του». Εκτός και αν ανέλπιστα, αλλά-
ξανε τα πράγματα, και δεν το πήραμε καθόλου χαμπάρι…
Και πρέπει άραγε εδώ να υπενθυμίσω, το πόσο σαρκαστική στε-
κόταν (και στέκεται άραγε ακόμη;) η κοινωνία (ιδίως η μικρή), έ-
τοιμη να κολλήσει ρετσινιές σε τέτοιες από το «κανονικό» αποκλί-
σεις, που ήταν πάντοτε: σπουδές, κοινωνική αναρρίχηση, χρήμα; Κι
«η ποίηση δεν έχει καθόλου χρήμα» ομολογούσε ο Άγγλος ποιητής
Ρόμπερτ Γκρέιβς (1895-1985), συμπληρώνοντας δηκτικά «αλλά και
· το χρήμα δεν έχει καθόλου ποίηση». Και πολύ που σκοτίστηκε το
χρήμα γι’ αυτό, θα πρόσθετα κι εγώ.
Είναι που είναι τόσο δύσκολο ν’ αξιολογηθείς μέσα στην τέχνη,
να μπορέσεις να πιστέψεις στον εαυτό σου, να σε πιστέψουν κι άλ-
λοι, κάπως ν’ αυτοεκτιμηθείς, ε είναι και βάρβαρο να ξεγυμνώνεις
εσύ την ψυχή σου και κάποιοι να σπάνε κέφι στην πλάτη σου. Ασχέ-
τως ότι άμα καταφέρεις να περάσεις τις συμπληγάδες της ανωνυ-
μίας, κοκορεύονται μετά να διηγούνται και το ελάχιστο μαζί σου
τυχαίο περιστατικό. Ειδικά με τους ποιητές με την ποίηση, λες και
προκαλούνται προσωπικά. Ίσως επειδή οι λέξεις θεωρούνται κοινό
απόκτημα απ’ τη συμμετοχή στο σχολείο στην κοινωνία (ενώ οι νό-
τες του μουσικού π.χ. ή τα χρώματα του ζωγράφου, προϋποθέτουν
ειδική σπουδή) και θεωρούν δικαίωμά τους το ειρωνικό σχόλιο όταν
κάτι τους ξεπερνά. Ίσως πάλι να τρομάζουν απ’ την ρηξικέλευθη
χρήση των λέξεων στο ποίημα, και χλευάζοντας, να διασκεδάζουν
τον τρόμο τους
2
.
Επειδή η ποίηση (και μη μου ζητήσετε ματαίως να την ορίσω,
γιατί παραφράζοντας μια ρήση του Αυγουστίνου περί Χρόνου, ανά-
λογα θα μπορούσα να έλεγα: Άμα δεν με ρωτούν, ξέρω να πω τι είναι
ποίηση· όταν μου ζητούν να πω τι είναι, δεν ξέρω τι να πω). Επειδή η τέχνη
αυτή από τη φύση της, περιέχει «δαιμόνια ουσία», κι η πρόσληψή
της προϋποθέτει σε κάποιο βαθμό μύηση και άσκηση και μέθοδο και
κατάλληλη δοσολογία, και απελευθέρωση απ’ όποιες αναστολές
(σαν το καλό το σεξ ένα πράγμα!). Είναι μεν δυνητικά προσιτή μέσω
της προφορικότητάς της και του συγκινησιακού τρόπου της, αλλά
και συγχρόνως δυσπρόσιτη, κάποτε σαν επιστημονικό σύγγραμμα,
λόγω της γλώσσας που χρησιμοποιεί. Όμως αυτό είναι παλιά αμαρ-
τία και κουβέντα διαφορετικής στιγμής.
Για την ώρα κλείνω ευχαρίστως τα μάτια κι αποδέχομαι τα όσα
θετικά παρέθεσαν αγαπημένοι φίλοι (έχουν ιδιαίτερη αξία για μένα
οι επισημάνσεις τους και θα τύχουν προσεκτικής μελέτης). Ότι συ-
γκεντρωθήκαμε εδώ, όχι για άλλο λόγο, μα με το κίνητρο μιας επι-
κοινωνίας πνευματικής (αλλιώς γιατί να διέκοπτε κανείς την πα-
ντοδυναμία της καθημερινότητάς του;) και φυσικά ευχαριστώ από
καρδιάς, ομιλητές, διοργανωτές, κι όλους εσάς τους προσελθόντες.
⨝
· Κάποτε ήταν μια αγορά σφύζουσα, υπερτοπική, στον σταυρό δύο
κάθετων δρόμων, κι εγώ παιδί δημοτικού στο μικρομάγαζο του πα-
τέρα μου, σε κείνο το σταυροπάζαρο σταυρώθηκα και αναστήθηκα
συγχρόνως. Υποχρεώθηκα ν’ ανταλλάξω χρόνο παιδικό πολύτιμο,
με εμπειρίες κοινωνικές και με μία συλλογή χαρακτήρων και ιδιό-
λεκτων, που με βοήθησαν πολύ στη ζωή αλλά και στην τέχνη, αφού
το ’φεραν έτσι τα πράγματα που κόλλησα το «μικρόβιό» της και υ-
πηρέτης της έγινα. Γιατί η κοινωνία των μετεμφυλιακών Λεχαινών
διέθετε πλήρη διαστρωμάτωση, ισχυρή τάξη επαγγελματιών, εξατά-
ξιο γυμνάσιο (μοναδικό στη βόρειο Ηλεία), όλες τις υπηρεσίες μιας
κομβικής κωμόπολης, συν μια προτομή στην κεντρική πλατεία ενός
ανθρώπου, που καμαρώναμε να γυρνάμε πίσω στα σύντομα βιο-
γραφικά συγγραφέων των σχολικών αναγνωστικών και να διαβά-
ζουμε: γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας. Άρα μέσα από αυτό το
απομακρυσμένο γούπατο, 11-12 ώρες με το τρένο τότε μακράν της
Αθήνας, γινόταν (φανταζόμασταν) να επιχειρήσει κανείς το άλμα
(το βρήκαμε υπέροχα διατυπωμένο στον Ελύτη μετά) το «πιο γρή-
γορο από τη φθορά».
Μα πιο πολύ μ’ επηρέασε η περιβάλλουσα τον οικιστικό ιστό
φύση. Αμόλυντη ακόμη από σκουπίδια πλαστικά, κουτιά με νεκρο-
κεφαλές φυτοφαρμάκων στις γράνες, με συνεχή κτήματα μαύρης
σταφίδας κι αμπελιών, με ωραία μετόχια (οάσεις μικρές σκιερές)
διακοπτόμενα από χωράφια σπαρτών, με πηγάδια πόσιμου νερού
και βαθιές στράτες (εδώ, πιο πάνω απ’ τις γραμμές, είχαμε κι εμείς
μικρή σταφίδα, μετοχάκι, πηγάδι και αμπέλι, και προσκυνητής της
χειμώνα καλοκαίρι υπήρξα, πιστεύοντας στα θαύματά της). Αμόλυ-
ντη από τις παρενέργειες της υπερπαραγωγικότητας, κατέληγε σε
μια θάλασσα ψαροτρόφα, με το νερό της φάρμακο απολυμαντικό.
Και πουλιά-πουλιά, λιβάδια Περσεφόνης αγριολούλουδα να κρα-
τούν από τους Μυκηναίους και τον Όμηρο απαράλλαχτα… Ε απ’
αυτή τη Φύση αρχίσανε όλα.
⨝
Έπειτα, στις 24 Οκτώβρη του 1963, αρχές Δευτέρας γυμνασίου πια,
όταν ο κύκλος της παρουσίας μου στην αγορά είχε πλέον κλείσει, κι
όταν ένα πουκάμισο εφηβείας ορμονικά (το πόσο αρμονικά είναι
συζητήσιμο βέβαια) με είχε τυλίξει, ένα Νόμπελ λογοτεχνίας που
· κέρδισε, έλεγαν, για πρώτη φορά ένας Έλληνας ποιητής (κάποιος
Γιώργος Σεφέρης) ήρθε να ερεθίσει ενθουσιαστικά την αναζήτηση
του συγγραφέα αλλά και της ίδιας της ελευθερόστιχης ποίησης. Ή-
ταν τον καιρό (συγκυρία αγαθή) που ’χε (από 24 Μαρτίου 1963) ξε-
κινήσει να λειτουργεί στο ισόγειο του κτηρίου Μπρέζα στην πλατεία
Χατζηγιάννη, αυτή ακριβώς η Δημησιάνειος βιβλιοθήκη. Κι ήταν
αυτός ο σπουδαίος Λεχαινίτης, ο Βασίλης Δημησιάνος, ένας ευεργέ-
της άλλων εποχών. Περιείχε η δωρεά του εν ζωή, την ψυχή του την
ίδια, γιατί τι άλλο, αν όχι η ίδια μας η ψυχή, είναι η προσωπική μας
βιβλιοθήκη, με το γραφείο, την αισθητική, τους πίνακες ζωγραφικής
που τη συνόδευαν. Και πάντως περιείχε πολλά παραπάνω (καθόλου
βιβλία στα σπίτια μας δεν είχαμε οι περισσότεροι τότε) από όσα γι-
νόταν από εμάς να εισπραχθούν.
Έτσι εκεί, και για τα επόμενα 2 με 3 χρόνια μέχρι να φύγω για
την Αθήνα, μαζί με κάποια έργα του μεγάλου συμπατριώτη, του
Καββαδία το ΠΟΥΣΙ (που έμελλε να το μελοποιήσω αργότερα) και
μάλιστα στην περίφημη ειδική έκδοση του 1947 με τις ξυλογραφίες,
διαβάζοντας τον τόμο «Γιώργου Σεφέρη ΠΟΙΗΜΑΤΑ» και σφόδρα
συνεπαρμένος, αντέγραφα σ’ ένα μπλοκάκι ποιήματα: Ένας Λόγος
Για Το Καλοκαίρι, Τα Τριζόνια, Επιφάνια, Με Τον Τρόπο Του Γ. Σ. κ.λπ.
Τα διάβαζα, τα διάβαζα, μέχρι που τα μάθαινα απ’ έξω… Λοιπόν,
μάλλον από ’κει αρχίσαν όλα.
⨝
Και λίγο πιο μετά, πάνω στην ενηλικίωση (εσωτερικός μετανάστης
πλέον, περιπλανώμενος πανεπιστημιακών σχολών) ξέσπασε μυστη-
ριωδώς ένας ποταμός τραγουδιών ασυγκράτητος (άγνωστος ξερο-
χείμαρρος, άγρια πια φουσκωμένος, σαν να ’βρεξε καταρρακτωδώς
χωρίς να το αντιληφθώ στα αθέατα ψηλώματά μου), και γύρευε από
ποιες μη κανονικότητες ήθελε να με ανακουφίσει. Εκεί συναπαντή-
θηκα και με την αμφιλεγόμενη μελοποίηση, που αν μη τι άλλο είναι
μια κάθετη σπουδή πάνω στου άλλου το ποίημα μ’ έναν εκ βαθέων,
προσωπικό, αδιαμεσολάβητο τρόπο (που γόνιμη μακρά μελέτη πά-
ντως στάθηκε για μένα). Εγχείρημα ριψοκίνδυνο ασφαλώς και πα-
ντελώς αχρείαστο για το ποίημα, πλην όμως μαγική νεοδημιουργία
όποτε επιτυγχάνει.
- ·
Κι όταν μετά υπερδεκαετία, διαισθανόμενος την αλλαγή που ερ-
χόταν και στις μουσικές συνήθειες, ολοκλήρωσα (όχι και χωρίς βα-
ρύτατο τίμημα) την περίοδο της τραγουδοποιίας, άνοιξα τη δι-
πλανή πόρτα του καθαρού ποιητικού λόγου, που επίτηδες κρα-
τούσα ξεκλείδωτη… Λοιπόν απ’ το τραγούδι αρχίνησαν όλα.
⨝
Και τώρα, που για μένα, ο κύκλος της τέχνης κοντεύει να κλείσει,
συλλογίζομαι, ότι αληθινά δεν ξέρω από πού αρχίσαν όλα, ποιος
ψυχισμός και ποιές διεργασίες ευθύνονται παρασκηνιακά· ότι ενώ
εγώ τραγούδια ξεκίνησα να φτιάχνω κατέληξα εντέλει στα ποιή-
ματα, αντίστροφα από τον θαυμαστό εκείνον Μάνο Χατζιδάκι (κα-
μία μα καμία αναλογία μεγέθους φυσικά), που γύρεψε να γράψει
ποιήματα και κατέληξε στα τραγούδια.
Και μου ξανάρχεται πάλι αυτό που πίστευα απ’ την αρχή: ότι την
τέχνη δεν την οφείλεις (εκτός του εαυτού σου) σε κανέναν (κι ας ω-
φελούνται οι ευσεβείς προσκυνητές της ιδιαίτερα πολύ), ούτε φυ-
σικά και η κοινωνία σού χρωστά προσωπικά οπωσδήποτε κάτι,
παρά το ότι ο σιγουρότερος δρόμος να «πετύχεις» με την αγοραία
σημασία, είναι να πιστεύεις ακριβώς το αντίθετο. Ότι οι πάντες δη-
λαδή σου χρωστάνε.
Πολύ περισσότερο, στη συγχρονία της ρέουσας κοινωνίας δεν
φαίνεται να της οφείλεις άμεσα την ποίηση, τούτη τη γλώσσα μέσα
στη γλώσσα, ή και κατά Σινόπουλο: γλώσσα έξω απ’ τη γλώσσα, την
εμπροσθοφυλακή κατά τα άλλα στην υπόθεση της γλωσσικής εξέλι-
ξης (με την ελευθερία έως εξαλλοσύνης της προφορικότητάς της, και
τον ταυτόχρονο αυτοπεριορισμό της ως είδος λόγου τελικά γρα-
πτού). Αυτή την καλλιεργήτρια του κήπου της γλώσσας, τη σοφή
διασταυρώτρια ιδιοτήτων υπαρχουσών λέξεων για τη παραγωγή
καινούργιων, πασχίζοντας εμμονικά «να βρει την ελευθερώτρια λέξη,
δηλαδή τη λέξη που θα μας επιτρέψει επιτέλους να συλλάβουμε εκείνο, που
συνεχώς έως τώρα βάραινε στη συνείδησή μας, δίχως να καταλαβαίνουμε
πώς», όπως έγραψε (για τον φιλόσοφο βέβαια, αλλά το ίδιο είναι και
για τον ποιητή) ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Επειδή όπως ο ίδιος πάλι
είπε «όσα ξέρω, είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις»...
Την ποίηση, που την οφείλεις σίγουρα στην διαχρονία ενός έ-
θνους, καθώς διατρέχει συνεκτικά τους αιώνες της συγκεκριμένης
- γλώσσας (σφυρηλατώντας ακατάλυτους δεσμούς), αγγίζοντας τον
βαθύ τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός λαού (και από εδώ το εγγενές
πρόβλημα της μετάφρασής της). Αυτόν τον έρρυθμο, συγκινητικό,
στοχαστικό λόγο, που προσπαθεί «να διαπεράσει τις καρδιές των ανθρώ-
πων ώστε πράγματα μεγάλα να σκεφτούν» κατά Ντίνο Μπουτζάτι, και
να συλλάβει ενιαία, Ψυχή, Ιστορία, και Φύση.
Γιατί αν το ποίημα κατά Παυλόπουλο «ίσως είναι το νόμισμα που
σφίγγει στα δόντια του ο Ποιητής για να μπει στη βάρκα του θανάτου· μ’
αυτό θα πληρώσει για το μέγα θαύμα που αξιώθηκε και που δεν είναι άλλο
από την ίδια τη ζωή», από την άλλη, η ποίηση είναι ιδιαίτερος, αφιε-
ρωμένος τρόπος και βαθύς να ζει κανείς, με διεσταλμένες αισθήσεις,
ψυχοπαίδι της Φύσης, με ασυνήθιστα λοξή ματιά στα πράγματα
γύρω, «στα μέσα-έξω του θανάτου» βέβαια, «με το αλγεβρικό πρόσημο του
μηδενός στα στήθη»
, ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν είναι εφαλτή-
ριο για εφήμερες δόξες ή άλματα-γκρεμοτσακίσματα στο έτσι κι αλ-
λιώς, απρόβλεπτης ετυμηγορίας μέλλον…
Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ.
Απρίλης 2020 ‒ Απρίλης 2025
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στίχους πολλούς μας έστειλαν κι από τα Λεχαινά…
θα ’χει κι εκεί, ως φαίνεται, η ποίησις φθηνά
κι εκεί ο ήλιος βέβαια πάρα πολύ θα καίει
και εις των στίχων τον σωρόν μόνος αυτός θα πλέει.
Ευχαριστώ τον ποιητήν που τόσο μ’ αγαπά
πλην, άσχημα δεν θα ’κανε, θαρρώ να σιωπά.
Αν όμως θέλει κι άλλοτε στίχους σ’ εμάς να στείλει
ας είναι ολιγότεροι, κομψότεροι, ποικίλοι.
«Ρωμηός» Α 17, 28.7.1883
2. Θυμηθείτε μάλιστα εδώ κείνη την εμβληματική, ειρωνική, εκχυδαϊσμένη
φράση «τι θέλει να πει ο ποιητής» που τόσο έχει κακοπάθει στο στόμα
της καθημερινότητας και της ασχετοσύνης. Κι από την άλλη βγαίνουν
και οι ποδοσφαιρόφιλοι να χαρακτηρίσουν ως ένα γκολ-ποίημα, ένα
- δεξιοτεχνικό γκολ, εντείνοντας την σύγχυση· οι ίδιοι που θα μπορούσαν
να θεωρήσουν υβριστικό υπονοούμενο τον χαρακτηρισμό ποιητής ή να
κράζουν ανενδοίαστα κάποιον (ευγενικό, συνεσταλμένο) που δεν βρίζει
όπως αυτοί σαν οχετός, ως ποιητή λαπά. Η αρρενωπότητα ενός ποιητή
αγγίζει στο μυαλό τους προφανώς το ναδίρ. Η πατριαρχία απ’ την άλλη
που καλά κρατεί, αντιμετωπίζει τη γυναίκα-ποιήτρια με μεγαλύτερη α-
νοχή, αν όχι και ως ταιριαστή ενασχόληση, όμως πάντοτε με την ίδια
απαξία. Σχετική εδώ και η γνωστή υπουργική ρήση: «Εγώ δεν είμαι κανέ-
νας λαπάς για να μ’ αρέσει η ποίηση…». (Σωτήρης Κούβελας, υπουργός Κυ-
βέρνησης Κ. Μητσοτάκη 1991-93). Θα μου πείτε πέρασε καιρός από τότε,
αλλάξανε τα πράγματα. Όμως το πιθανότερο είναι πως γελιέστε.
3. «…ένας τρόπος, είναι να δώσεις στη ζωή νόημα ανώτερο του θανάτου
(όπως κάνουν πάντα οι κοινωνιστές). Αλλιώς να ζήσεις συμφιλιωμένος
μέσα στον θάνατο, όπως κάνουν όλες οι θρησκείες. Επώδυνο όμως να
ζεις στα μέσα-έξω του θανάτου, με το αλγεβρικό πρόσημο του μηδενός
στα στήθη, όπως κάθε έμμονος καλλιτέχνης».
Από συνέντευξη σε εφημερίδα κάποιου που έχασα τ’ όνομά του.
4. Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω,
είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν
*(Ομιλία του Χρήστου Ντάντου στην προς τιμήν του εκδήλωση που οργάνωσε την 22 Απριλίου 2025 στα Λεχαινά ο «Ομιλος Φίλων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεχαινών)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου