22/7/12

Στον τόπο του Καρκαβίτσα

«Ο κάμπος ο κόσμος
El campo el mundo»
Εκδόσεις
Παρατηρητής της Θράκης
Κομοτηνή-Λεχαινά
Νοέμβριος 2011


Στον οδηγό του Στέφανου Ψημένου «Ανεξερεύνητη Πελοπόννησος», που κυκλοφόρησε το 1999 ως δεύτερος τόμος, μετά από εκείνον της Κρήτης, στη σειρά ταξιδιωτικών οδηγών με τον γενικό τίτλο «Ανεξερεύνητη Ελλάδα», τα Λεχαινά δεν υπάρχουν στο ευρετήριο. Ο αναγνώστης και επίδοξος ταξιδιώτης υποθέτει ότι η παράλειψη έγινε από αβλεψία, αφού μοιάζει απίθανο να μην αναφέρονται τα Λεχαινά σε έναν παρόμοιας έκτασης Οδηγό. Σύμφωνα με τις εγκυκλοπαίδειες, πρόκειται για κωμόπολη του νομού Ηλείας, που, μέχρι το 1999, ήταν η έδρα του ομώνυμου δήμου, με 3541 κατοίκους. Οπότε, όντας αγεωγράφητος, αρχίζει το φυλλομέτρημα του Οδηγού. Όπως πληροφορεί στην εισαγωγή ο Ψημένος, έκανε την αναγκαία έρευνα για την κατάρτιση του Οδηγού ως μηχανόβιος ταξιδιώτης και παρουσιάζει τον τόπο με βάση τις διαδρομές που ακολούθησε. Προβλέπονται, συνολικά, έξι διαδρομές, που χαρακτηρίζονται από το σημείο εκκίνησης, συν τέσσερις, αποκαλούμενες ορεινές. Βοηθούμενος από τον χάρτη, ο μελλοντικός ταξιδιώτης, για να εντοπίσει τα Λεχαινά, ανατρέχει  στη διαδρομή Πάτρα-Πύργου. Ακολουθώντας την Εθνική Οδό, διαβάζει για τα Βραχναίικα, που συνδυάζουν τα παλαιά πέτρινα σπίτια με τα φροντισμένα μπαρ, για το πολύ καλό ξενοδοχείο στο χωριό Καμίνια και το εξαιρετικό κάμπινγκ, λίγο παρακάτω, στην Κάτω Αλισσό. Επίσης, για την όμορφη κωμόπολη Κάτω Αχαγιά, και στη συνέχεια, για τη φτωχική Μανολάδα, με μόλις ένα βυζαντινό εκκλησάκι, αλλά και για την πολύκοσμη Βάρδα. Κάπου εδώ, επιτέλους, εντοπίζει τα Λεχαινά, τυπωμένα με μαύρα στοιχεία, όπως και όλοι οι άλλοι βασικοί σταθμοί. Είναι η πόλη που στοιχειώνει εξ απαλών ονύχων την φαντασία του χάρη στη “λυγερή” αλλά άτυχη Ανθή, την ηρωίδα του αγαπημένου του λεχαινιώτη συγγραφέα, την οποία, όντας αφόρητα ρομαντικός, την ταύτιζε ανέκαθεν με την υπαρκτή αλλά άπιστη Ιολάνδη, την αγαπημένη του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που στάθηκε η αφορμή για να γραφτεί το μυθιστόρημα των Λεχαινών.
Ο Οδηγός πληροφορεί: “Τα Λεχαινά είναι η πατρίδα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να επισκεφθείτε αυτή την άχαρη επαρχιακή πόλη.” Η πρώτη αντίδραση είναι η απογοήτευση. Όταν, όμως, διαβάζει τη φράση, που ακολουθεί, η απογοήτευση μετατρέπεται σε αγανάκτηση: “Αντίθετα, η Ανδραβίδα, μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, διασώζει ένα ελάχιστο δείγμα από την παλιά της αίγλη.” Υπήρξε η περίφημη Andre Ville, η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου του Μορέως. Άλλωστε και ο Δήμος Λεχαινών έδωσε τη θέση του στον Δήμο Ανδραβίδας-Κυλλήνης. Η ετυμηγορία του Οδηγού μπορεί να είναι και εκ του πονηρού, για να στρέψει το ενδιαφέρον του ταξιδιώτη στη γειτονική πολιτεία του ηλειακού κάμπου. Αν, όμως, αυτός αγανακτεί, πώς θα πρέπει να αισθάνονται οι τρεις χιλιάδες τόσοι κάτοικοι της πόλης; Κι αν όχι όλοι, τουλάχιστον η δράκα των διανοούμενων ή και η μεγαλύτερη ομάδα των αποκαλούμενων σήμερα ενεργών πολιτών; Το ερώτημα δράττεται της ευκαιρίας να το θέσει, όταν βρίσκεται  επί τόπου, γιατί, σε πείσμα του Οδηγού, αυτός ταξιδεύει στη γενέτειρα του συγγραφέα του.
Ως απάντηση, ένας από αυτούς, ο Τάκης Λαϊνάς του εγχειρίζει το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του. Καίτοι φανατικός θαμώνας των αθηναϊκών βιβλιοπωλείων, δεν το είχε επισημάνει. Με ένα τόσο πρωτότυπο εξώφυλλο, αν υπήρχε, ακόμη και καταχωνιασμένο, δεν θα περνούσε απαρατήρητο. Τον παραξενεύει ο εκδότης, όπου λανθάνει συνεννόηση Θράκης και Ηλείας. Λαθραία γεννιέται η σκέψη πως μια παρόμοια συνεργασία, ερήμην των Αθηνών, θα μπορούσε να αποτελέσει μέχρι και πολιτιστική πρόταση, αν όχι και πολιτική, προς απομόνωση της μολυσματικής εστίας, στην οποία, συν τω χρόνω, μεταμορφώνεται η ομφαλοσκοπούμενη πρωτεύουσα. Κατά τα άλλα, βρίσκει σχεδόν ποιητικό τον τίτλο. Δεν γνωρίζει, όμως, τι σημαίνει να έχεις γεννηθεί σε έναν κάμπο. Πόσο αντίστοιχη μπορεί να είναι η αίσθηση με εκείνη του νησιώτη. Ούτε είναι τόσο γεωγραφημένος, ώστε να μπορεί να σχεδιάσει στο χάρτη τη γραμμή που περικλείει τον ηλειακό κάμπο. Το βιβλίο τον βοηθάει: “Στην καρδιά του κάμπου, η Γαστούνη.” Γι’ αυτόν, μια ακόμη άγνωστη πόλη, κι αυτή μυθοποιημένη, χάρη σε έτερο προσφιλή συγγραφέα. Μόνο που εκείνον τον διάβασε πολύ αργότερα. Για την ακρίβεια, τον διάβασε και τον ξαναδιάβασε, μένοντας πάντα με την εντύπωση ότι μέρος από το νόημα τού διαφεύγει. Ο Οδηγός του Ψημένου στέκεται και για την Γαστούνη το ίδιο αποτρεπτικός: «...Τα σχόλια των παλιών περιηγητών για το ανθυγιεινό κλίμα της εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα. Δεν έχετε λοιπόν λόγο να μείνετε εδώ...» Σε αυτήν την περίπτωση, δεν αναφέρει ούτε το όνομα του συγγραφέα. Πιθανώς από άγνοια, ίσως, όμως, και γιατί από τον Νίκο Καχτίτση δεν έμεινε κάποιο σπίτι. Άλλωστε, εκεί γεννήθηκε, αλλού μεγάλωσε κι αλλού έζησε. Όπως και να έχει, ούτε ποτέ κανείς σκέφτηκε να του στήσει ανδριάντα στη γενέτειρα ή κάπου αλλού. Μένει απορία μην και υπάρχει κανένας δρόμος στο όνομά του.
Επανερχόμαστε στον ηλειακό κάμπο και το βιβλίο: “Ο δικός μας κάμπος, ο δικός μας κόσμος ενιαίος και επικλινής, φωταγωγημένος ομοιόμορφα από τα Σαβάλια ως το Βουπράσιο.” Νυχτερινή η εικόνα του Λαϊνά, είναι “από την κατηφόρα προς Νεοχώρι”. Αναζητά ο αναγνώστης τα τρία ονόματα στο χάρτη. Οριακά σημεία του κάμπου που διασχίζει ο Πηνειός, σχηματίζουν ένα νοητό τρίγωνο. Ένα άλλο τρίγωνο, πολύ μικρότερο, είναι εκείνο των τριών κωμοπόλεων, Ανδραβίδα-Λεχαινά-Μυρσίνη, που παρουσιάζει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο, με τίτλο, «Haca negra luna roja». Κατά τη γνώμη μας, το αρτιότερο ταξιδιωτικό κείμενο του βιβλίου. Για το διακειμενικό του άνοιγμα και την φραστική του πύκνωση, θα το ζήλευαν και δόκιμοι συγγραφείς. Εδώ, ο ισπανικός τίτλος παραπέμπει στον Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα. Προχωρώντας την ανάγνωση λύνεται και η απορία του ισπανικού δεύτερου μέρους του τίτλου του βιβλίου, που ο αθηναίος αναγνώστης θα μπορούσε να εκλάβει ως εκζήτηση. Διαβάζουμε: “Il campo, για τον Ιταλό καρπουζέμπορο και τις ουρές από τις νταλίκες στα βενζινάδικα... El campo, για την όμορφη Λατινοαμερικάνα με δυο παιδιά στο Σαν Ντομίγκο, που δουλεύει τα βράδια εισπράττοντας ένα μερίδιο από την επιδότηση των εσπεριδοειδών και του ελαιόλαδου.” Με αυτές τις φράσεις, ο συγγραφέας χαράζει τα ανθρωπογεωγραφικά όρια του κάμπου αλλά και του κόσμου του. Από τη μια, ο αντίπερα της Αδριατικής λαός, από την άλλη, τα μεταναστευτικά κύματα.
Ο Λαϊνάς, γεωπόνος το επάγγελμα, περιγράφει “το γούπατο του εύφορου κάμπου”, συνδυάζοντας την επιστημονική ακριβολογία με την βιωματική συγκίνηση. Επισημαίνει τα κακώς κείμενα, κάποτε καταγγελτικά, συχνότερα ειρωνικά, ποτέ όμως, με το συχνά απαντώμενο σύμπλεγμα του επαρχιώτη απέναντι στον Αθηναίο. Άλλωστε, αυτός αντιτείνει το ατού ενός Λεχαινιώτη: «Στις μικρές κοινωνίες που ζούμε η αντίδραση και ο συντηρητισμός έχουν όνομα και επώνυμο...» Παρομοίως, δεν υπάρχει ούτε ίχνος αγανάκτησης για τη δυσφήμηση του τόπου του από τον ταξιδιωτικό Οδηγό. Μάλιστα, η επίμαχη φράση τίθεται ως μότο στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, το αφιερωμένο στον Καρκαβίτσα και τα Λεχαινά. Σε αυτό, ωστόσο, δίνει, έστω και πλαγίως, την απάντηση. Καταρχάς αναπτύσσει τι σημαίνει “αυτοδιοικητική πολιτική-πρόταση” για την ανάδειξη ενός τόπου, τονίζοντας ότι πρέπει να προσεχτούν  τα ιδιαίτερα, συχνά και μοναδικά χαρακτηριστικά του. Για τα Λεχαινά αρκείται να αναφέρει τρεις ιδιαιτερότητες: Κοτύχι, Αλυκές, Καρκαβίτσας. Σε κάθε ένα αφιερώνει αυτοτελές κεφάλαιο.
Το Κοτύχι, μια τυπική μεσογειακή λιμνοθάλασσα, 7χλμ. βορείως, είναι ένας “επίγειος παράδεισος που περιμένει σωτηρία”. Και μόνο οι κατάλογοι  με τα ονόματα των μεταναστευτικών πουλιών και των ποικιλιών από πάπιες προδιαθέτουν για το παραδεισένιο του μέρους, θυμίζοντας κείμενο του Ν. Γ. Πεντζίκη. Εκείνος ήταν φαρμακοποιός το επάγγελμα. Μόνο που αυτός ο παράδεισος βρίσκεται ανάμεσα στις κοίτες του Πηνειού και του Λαρισσού, απειλούμενος από το φράγμα του πρώτου. Εξαιτίας του, τα εννέα λαγκάδια, που καταλήγουν στον υγροβιότοπο, φέρνουν περισσότερο γλυκό νερό. Κάτι η αλλαγή της ισορροπίας του νερού, κάτι οι φερτές ύλες και το μπάζωμα, το Κοτύχι απειλείται με αφανισμό.
Δεύτερη ιδιαιτερότητα, οι Αλυκές Λεχαινών, έκτασης 380 στρεμμάτων. Πρώην Αλυκές, αφού η ζήτηση για το χλωριούχο νάτριο στην εποχή των υδρογονανθράκων, τουτέστιν του πετρελαίου, μειώθηκε κατά πολύ. Μένουν, όμως, οι αμμοθίνες και τα οικοσυστήματα, οι μικροί γλάροι και οι κύκνοι, που, σήμερα, είναι τόσο αναγκαία για την επιβίωση όχι μόνο του τόπου αλλά όλων μας, όσο ήταν το αλάτι κάποτε. Εδώ, έχει εφαρμογή το φαινόμενο της πεταλούδας, που ανακαλύψαμε πρόσφατα και το μεταφέραμε από τη θεωρία του χάους στις χρηματοοικονομικές ισορροπίες. Από μια άποψη αναμενόμενο, στον οικονομισμό που έχει σαρώσει κάθε άλλη έγνοια στην εποχή μας. Ποιος διανοείται ότι χωρίς τουρίστες μπορεί και να επιβιώσουμε, ενώ, χωρίς αμμοθίνες και θαλερά οικοσυστήματα, θα αποβιώσουμε στα σίγουρα. Δυστυχώς, δεν είμαστε πτηνά αποδημητικά, να πετάξουμε σε άλλη γη σε άλλα μέρη.
Όσο για τον Καρκαβίτσα, μένει “ο παραβιασμένος αισθητικά ανδριάντας του στην κεντρική πλατεία”. Μένει, όμως, και ο ομώνυμος πολιτιστικός σύλλογος Λεχαινών, στον οποίο μετέχει ενεργά ο συγγραφέας από ιδρύσεώς του το ’70. Ο ταξιδιώτης μόλις τώρα πληροφορείται την ύπαρξή του. Όσο δραστήριος κι αν είναι ένας σύλλογος εκτός πρωτευούσης, όσο ενδιαφέρουσες κι αν είναι οι εκδηλώσεις που διοργανώνει, για να προβληθεί από μια αθηναϊκή εφημερίδα, θα πρέπει να έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις ή άκρες, κατά την έκφραση του συρμού. Στο βιβλίο, ο Λαϊνάς κάνει διάγνωση των προβλημάτων και προτείνει λύσεις. Γνωρίζει, πάντως, καθώς έχει αναμιχθεί στα κοινά ως νομαρχιακός και δημοτικός σύμβουλος και σήμερα, ως μέλος της τοπικής περιβαλλοντικής ένωσης, ότι οι κατέχοντες την εξουσία αγνοούν τον τόπο και τα μοναδικά κριτήρια για τις αποφάσεις τους είναι τα οικονομικά. Στην καλύτερη περίπτωση προς όφελος της χώρας, στην χειρότερη για ίδιον κέρδος.
Εκείνο που απήλαυσε ο ταξιδιώτης, κατά την ανάγνωση του βιβλίου, ήταν οι διαδοχικές στρώσεις από περιγραφές ενός παρελθόντος τρόπου ζωής, που εναλλάσσονται με θεωρήσεις μιας σημερινής κατάστασης, όπου τα πάντα έχουν ομοιογενοποιηθεί και ισοπεδωθεί. Η αφήγηση ζωντανεύει την ευδαιμονία ενός κόσμου, που είχε μέτρο στον τρόπο που ζούσε και στα πράγματα που έφτιαχνε, έστω κι αν στερείτο του μεγέθους των σημερινών υλικών αγαθών. Τελικά, κατέληξε πως άνθρωποι σαν και τον συγγραφέα, που περπατούν στα περιβόλια και το δάσος, που απολαμβάνουν το σαρανταήμερο, από του Αγίου Φιλίππου μέχρι τα Χριστούγεννα, αδιαφορώντας για την πιθανή ή μη επιμιξία χριστιανισμού-αρχαιότητας, τέλος, που πιστεύουν ότι η ζωή δεν είναι θέμα ποσότητας αλλά ποιότητας, θα έπρεπε να γράφουν τους ταξιδιωτικούς οδηγούς και όχι μόνο. 

Μ. Θεοδοσοπούλου