12/5/14

ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

Ανδρέα Καρκαβίτσα

Ηρώων τέκνα

 

(από τη συλλογή ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ)

- Α - απ! καπιτάνι μ’... Βάστα καλά κι τσ φάγαμι!...

Ο Παντελέως Μπάφας ή Ταράνανας ήταν σκάπουλος και καφετζής. Σαν σκάπουλος είχε το δικαίωμα να ψαρεύει ολοχρονικίς στη λίμνη, σε «πάγανα νερά» ή σε «ξεπέζεμα», εδώθε στους Ζάγαρδους ή πέρα στα Λάκκωμα. Και όπως ήθελε: με καμάκι είτε με πρυά είτε και με σταφνοκάρι μπροστά στις Καμάρες. Σαν καφετζής του Καλλιαντέρη, κοιμότανε δεκαπέντε ώρες το ημερονύχτι, ξεφύλλιζε καλάμια κι έπλεκε πήρες τις άλλες πέντε και τις υπόλοιπες κουβαλούσε νερό και φωτιά στους πελάτες του.

Μα έξω απ’ αυτά τα φανερά και νόμιμα επαγγέλ­ματα, ο Ταράνανας είχε, κατά την τοπική συνήθεια, άλλα δυο μυστικά και παράνομα. Πουλούσε καπνό αφορολόγητο και καλλιεργούσε αλυκές άγνωστες στο Δημόσιο. Οπωσδήποτε με τούτα και με τ’ άλλα ήταν σε θέση να καλοκυβερνά το σπίτι του - σπίτι με μια γυναίκα μισότριβη κι ένα σκυλί κοψαφτισμένο και δυο κλώσες με τα κλωσοπούλια τους - και να βάφει κάθε τόσο το προιάρι του. Κατόρθωνε ακόμη, για το καλό, να πηγαίνει ταχτικά φουστανελάς κι ασημοφορτωμένος σαν αρματολός στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Σημιού· να δίνει από μια στάμνα μπαρούτη στους τρομπονιέρηδες της Λαμπρής, όταν βγάνουν τα Κονιάματα· και μια φορά το μήνα - όχι περισσότερες - να γλεντά με την αση­μένια φωνή και το λαγούτο του Μπαταριά στα βελούχια.

Σήμερα όμως ούτε ψάρεμα, ούτε καφενέ, ούτε κα­πνό, ούτε την αλυκή συλλογίστηκε. Πλάκωναν βου­λευτικές εκλογές κι όχι τέσσερα μα δεκατέσσερα επαγ­γέλματα να είχε, θα τ’ άφηνε για το κόμμα του ο αγαθός Μεσολογγίτης. Μόλις ξύπνησε την αυγή, ετοι­μάστηκε να έβγει στην Πλατεία να φροντίσει για ψή­φους. Είχε κι αυτός τους φίλους του· κερνούσε τόσον κόσμο και δεν ήταν δύσκολο να παρασύρει δυο τρεις - αν όχι δέκα είκοσι - στο σύστημά του. Πριν όμως έβγει, ηθέλησε και το άφωνο σπιτάκι του - σπιτάκι χαμηλό, ισόγειο, με δυο γαλαζοβαμμένα παράθυρα και πόρτα πρασινοβαμμένη ανάμεσα και τοίχον κάτα­σπρο, με γλάστρες βασιλικού στα κεραμίδια και νερά σάπια εις την αυλή - να φανερώσει το αίσθημά του. Ο καφενές ήταν σε απόκεντρη θέση, σχεδόν ασύχναστη τέτοιες ήμερες και δεν μπορούσε να τον μεταχειριστεί. Αλλά το σπιτάκι του δίπλα στην Πλατεία, στην αγκωνή του στενού, ήταν εύκολο κάθε λεφτό της ώρας να σύρει απάνω του συμπαθητικά τα βλέμματα των φίλων και απειλητικούς τους γρόθους των εχτρών. Επήρε λοιπόν και κρέμασε στην πόρτα του μεγάλη φωτογραφία, με φροντίδα τοποθετημένη μέσα σε χρυ­σοστόλιστη κορνίζα. Και κει που την κρεμούσε, έλεγε στη γυναίκα του.