14/2/13

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΠΙΤΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
 Αυτό το σπίτι έχει φύγει από καιρό.  Από τις αρχές της δεκαετίας του ' 80.Σπίτι εξ ολοκλήρου πλίθινο, από εκείνες τις πλίθες που κόβανε στις λάκες, του Κουμπούρα, της Κουβαρούς, του πρώτου Δημοτικού, που δεν υπάρχουν κι αυτές πια. Τις σκέπασαν τα χώματα, τις μπάζωσαν, έγιναν οικόπεδα, μπήκαν στο σχέδιο.Οι νεότεροι δεν θα τις δουν ποτέ.Οι παλιότεροι θα τις θυμόμαστε, γεμάτες νερό το χειμώνα, κρυσταλλιασμένες τις παγωμένες ημέρες του Γενάρη, με τα ευκάλυπτα ,τις πάπιες, τα παιγνίδια που παίζαμε τα καλοκαίρια στο αφράτο χώμα και στις δαιδαλώδεις κρυψώνες τους.
Αυτό το διόροφο πλίθινο σπίτι θα χτίστηκε πολύ παλιά, ίσως στα μέσα  του 19ου αιώνα. Κτήτορας ο Παπα Αναστάσης που ήρθε από το Δερβή Τσελεπή (σήμερα Λάππα) έχοντας γλυτώσει τις λίρες του από τον γνωστό λήσταρχο Νενέκο. Του έριξε καυτό λάδι για να ομολογήσει πού τις έχει κρύψει, αλλά ο παπάς δεν μαρτύρησε. Τις έφερε μαζί του στα Λεχαινά και μ΄αυτές αγόρασε  αμπέλια και σταφίδες και .ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο δίπλα στον Στρεμμενό, τον ακάλυπτο  τότε χείμαρο της κωμόπολης. Αυτός έδωσε και τ΄όνομά του στην οικογένεια. Παπα- Αναστάσης.Παπαναστασόπουλος.Αυτός είναι ο γενάρχης .  Ο γιός του ο παπα Γιάννης, παπάς στον Αι Δημήτρη ,συνέχισε την παράδοση και ισχυροποίησε την οικογένεια . Ενα από τα παιδιά του, το βάφτισε Δημοσθένη, όνομα που προσδιορίζει έκτοτε ολόκληρο το σόι.

Το σπίτι χτίστηκε δίπλα στον Στρεμμενό με το πέτρινο τοξωτό γεφύρι του που ένωνε τα Λεχαινά με το γειτονικό Σουλεϊμάναγα (Μυρσίνη) και τον Προσφυγικό Συνοικισμό, με μια τεράστια αλάνα μπροστά του (πλατεία σήμερα) που τα  παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν ποδόσφαιρο, με γουρουνόφουσκες στην αρχή με τόπι αργότερα, έχοντας γύρω τους και θεατές  όλους σχεδόν τους  επαγγέλματίες  που εξυπηρετούσαν τότε τις ανάγκες των ανθρώπων και των ζώων, τον αλμπάνη (το αλμπάνικο για τα πεταλώματα των αλόγων ήταν μια χαμοκέλλα, κολλητά στο σπίτι - λειτούργησε πάνω από εκατό χρόνια ώς τα μέσα του ΄60), τον σαμαρά, τον φαναρά, τον σιδερά, τον τυπογράφο, τους μπακάληδες και τους χασάπηδες, τον ποδηλατά, αλλά και τον μάστορα του ανερχόμενου είδους, του αυτοκινήτου  και των μηχανών. Αυτός το ευρύχωρο άπλωμα, η πλατεία, συγκέντρωνε πλήθος χωρικών  που κατέβαιναν  με τα ζώα τους, άλογα ,γαϊδούρια και μουλάρια  για τις  καθιερωμένες προμήθειές τους από την σφύζουσα  αγορά , αλλά και συχνά γινόταν χώρος συγκέντρωσης αλόγων για απογραφή  και επίταξη εν καιρώ πολέμου και  σκύλων για αντιλυσσικούς εμβολιασμούς (δεν είχε εξαλειφθεί ακόμη  στην περιοχή μας ο ιός της λύσσας).

Το σπίτι αυτό  τα τελευταία χρόνια, ανήκε στον γέρο Δημοσθένη, (γέρος δεν ήταν , αλλά έτσι τον βλέπαμε εμείς με τα παιδικά μας μάτια), έναν καλοκάγαθο αλλά λίγο παράξενο στους τρόπους κτηματία, που ζούσε από τη σταφίδα και το μικρό μαγαζί (μπακάλικο ,αλλά και ταβέρνα για την κατανάλωση του κρασιού των αμπελιών)  που διατηρούσε στο ισόγειο του σπιτιού.
Ολοι τον θυμούνται με συμπάθεια  και έχουν να διηγηθούν κάποιες από τις ευφρόσυνες καταστάσεις που δημιουργούσε η συμπεριφορά του.Για τα καλάμια που διάλεγε για γράβαλο (με φεγγάρι κομμένα), για το πώς έκανε τις πρόβες στο ραφείο του Κεφάλα, για το αραγμένο εκεί δίπλα φορτηγό του Τσιγκλή ,που λύθηκε το χειρόφρενό του και έπεσε στον τοίχο του σπιτιού  κι έριξε τον σοφά σχηματίζοντας  μια τρύπα σαν τον χάρτη του Νομού Ηλείας,για τα βλαστήμια του όταν  ξεσπούσαν τα μπουρίνια και η σταφίδα ήταν απλωμένη στ΄αλώνια Αύγουστο μήνα, για τις ανεπανάληπτες ατάκες του (-Τί θες Πιτέ; φώναξε με την ένρινη χαρακτηριστική φωνή του από το κεφαλόσκαλο  στον συμμαθητή του γιού του , που  ήρθε στο σπίτι ,για διάβασμα δήθεν ) ή  για τις πολιτικές εμμονές του (Βασιλικός, οι βασιλιάδες ήταν κρεμασμένοι σε περίοπτη θέση στο μαγαζί του  και στον  τετραπέρατο μικρό τότε Τζίμη έδωσε τις καλύτερες καραμέλες- αστακό, όταν αναγνώρισε όλους τους βασιλιάδες στα ασημένια νομίσματα που του έδειξε, Στεφανοπουλικός και αντικαραμανλικός, γιατί κάποτε ο τελευταίος έριξε την τιμή της σταφίδας..). 
Πού πάς; Στου Δημοσθένη! Πού δουλεύεις; Στου Δημοσθένη! έλεγαν όλοι.
 Αλλά ο γέρο Δημοσθένης δεν λεγόταν Δημοσθένης , λεγόταν  Νίκος!. Κληρονόμησε  κι αυτός το ξεχωριστό αυτό όνομα από τον πατέρα του. Δημοσθένης, αρχαίο όνομα, σπάνιο στην νεοελληνική ονοματολογία. Στο σπίτι αυτό έφτιαξε την οικογενειά του (τέσσερα παιδιά, αγόρια) και επέμενε να το διατηρεί όσο ζούσε.Εδώ γέννησε και τον νεότερο Δημοσθένη. Οταν  στη φονική εκείνη μάχη του εμφυλίου ένας αντάρτης ανέβηκε από την πίσω πόρτα στο σπίτι του, του ζήτησε ν΄ανοίξει το παράθυρο για να ρίξει στο απέναντι πολυβολείο, αυτός  αρνήθηκε και  του ζήτησε να τον λυπηθεί δείχνοντάς  του  τη γκαστρωμένη γυναίκα του. Σε λίγες μέρες μετά γεννήθηκε ο νεότερος Δημοσθένης.
 Η κατεδάφιση του σπιτιού αποφασίστηκε από τα παιδιά, μετά τον θάνατο του γερο Δημοσθένη. Το μηχάνημα ανέλαβε δράση
 και σε λίγα λεπτά ένα σπίτι που έζησε τα γεγονότα ενός αιώνα και πολύ παραπάνω ίσως , έγινε συντρίμμια
 Ενας σωρός από ξύλα, πλίθες,χώματα,μπάζα. Ετσι γκρεμίστηκε μια ολόκληρη εποχή. Αυτή η μοναδική γειτονιά, η πλατεία με το αλμπάνικο, το σαμαράδικο, το φαναρτζίδικο,το σιδεράδικο, το τυπογραφείο,  τα παιδιά  από  το Λόπεσι και τον Αι Γεράσιμο, που έπαιζαν μπάλα τ΄απογεύματα, δεν υπάρχει πια.
 



8/2/13

Λεχαινά δεκαετίας ΄70. Πλατεία Γιαννάτου (νυν Σαραντόπουλου).Οικία (κατεδαφισθείσα λίγο αργότερα) Παπαναστασόπουλου. Δίπλα της το αλμπάνικο.