11/4/15

Ένα ποτήρι κρασί δυο γουλιές πετιμέζι



Ένα ποτήρι κρασί δυο γουλιές πετιμέζι
Του Τάκη Λαϊνά

Το κείμενό μου είναι αφιερωμένο στον παιδικό μου και αγαπημένο μου φίλο Μάκη Μπαλαούρα, βουλευτή Ηλείας του ΣΥΡΙΖΑ, που πρέπει μαζί με τους συντρόφους και τους συμπολίτες μας να σχεδιάσουν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Διότι … «ο πραγματικός κόσμος είναι εδώ, όπως τον κόβει το μάτι μου, από το Σανταμεριάνικο βουνό ως το Ιόνιο, πέτρες, βράχια, ρίζες, φως και χώματα που παραμένει σταθερός κι αγέρωχος, αιώνες τώρα και κάθε καλοκαίρι με τον ανθρώπινο κόπο μετατρέπεται σε ζωή και τραγούδι.» Τ.Λ

***
Ο Κώστας με κέρασε ένα ποτήρι κρασί δικής του προτίμησης. Είναι καλό, μου είπε, ποικιλία μαλαβυζιά, καλύτερο απ’ αυτό που ξέρεις. Μαζί με μερικές ψητές σαρδέλες η στάση μας στη “Δροσελή” τέσσερις η ώρα Σάββατο απόγευμα, τέλος Μάη αποκαμωμένος από το λιοπύρι στα καρπουζοχώραφα εξελισσόταν σε μια ευχάριστη παρένθεση. Η θερμοκρασία του κρασιού ήταν σωστή, το ποτήρι κατάλληλο και όλες οι αισθήσεις σε ετοιμότητα. Η αίσθηση με μετέφερε σε περιβόλια με φρουτόδενδρα και καταπίνοντας την πρώτη γουλιά τα φρούτα περιορίστηκαν στα ροδάκινα και όχι σε οποιαδήποτε ροδάκινα, αλλά σε εκείνα τα όψιμα, τα ντόπια, με τη λευκή και ζουμερή σάρκα και το μοναδικό άρωμα. Ασυναίσθητα γύρισα είκοσι πέντε περίπου χρόνια πίσω, όταν ο Βασίλης, ένας ασκούμενος γεωπόνος από την Κορινθία έφερε στην παρέα μερικά ξύλινα τελαράκια τέτοια ροδάκινα και τα φάγαμε με βουλιμία. Την προηγούμενη μέρα τρία-τέσσερα κορόμηλα από ένα γειτονικό κήπο με είχαν γυρίσει ακόμα πιο πίσω. Έτσι γίνεται με τις γεύσεις και τ’ αρώματα, ερεθίζουν τη μνήμη και την κάνουν να λειτουργήσει σαν τη συνείδηση, προβάλλοντας εικόνες από το χθες. Πριν δυο χρόνια επισκέφτηκα έναν αγρό με πεπόνια στη Μυρσίνη. Τελειώνοντας την επίσκέψή μου ο ηλικιωμένος αγρότης με καθυστέρησε λίγο, λέγοντάς μου, «περίμενε να σου δώσω κάτι μιας και πέρασες» και μου έφερε ένα κλαδί γεμάτο με ώριμα μικρά στρογγυλά δαμάσκηνα, τις μπουρνέλες που λέγαμε παλιά, που είχα πολύ καιρό να τις δω. Εκτίμησα τη χειρονομία και τη θεώρησα δείγμα πολιτισμού υψηλού επιπέδου, γιατί μου θύμισε ιδέες όπως ο εθελοντισμός, η κοινωνικότητα, ο αλτρουισμός, η φιλοξενία, η πραγματική φιλία, ιδέες που τις υπηρετείς προσφέροντας, χωρίς ίχνος ανταπόδοσης, χωρίς συναλλαγή. Και στην πολιτική, το επόμενο στάδιο της κοινωνικότητας το ίδιο συμβαίνει.

Διάφοροι πολιτευτές, δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, με αυταπάρνηση θυσιάζονται για το συμφέρον της κοινωνίας χωρίς κανένα προσωπικό όφελος, «για τα Λεχαινά μας», όπως λέει μια παλαίμαχη αυτοδιοικητική συμπολίτισσά μου. Και οι κομματικές πιέσεις, ο χρηματισμός, η λασπολογία, η υποσχεσιολογία, οι απειλές, τα προσυμφωνημένα, τα χαρτονομίσματα, που βρέθηκαν στις κάλπες μαζί με τα ψηφοδέλτια, είναι θλιβερές μεν, αλλά μεμονωμένες περιπτώσεις που μας αφήνουν αδιάφορους…

Το κλαδάκι της σπάνιας δαμασκηνιάς ήταν υπέροχο. Με τα φυλλαράκια του, κι ανάμεσά της, τους πολυάριθμους μικρούς σφαιρικούς καρπούς με τη γυαλιστερή σκούρα μπλε επιδερμίδα και το νοστιμότατο έντονο κίτρινο περιεχόμενό τους. Αυτό το μπλε χρώμα οφείλεται στις φαινόλες, όπως αναφέρουν οι βιοχημικοί, ουσίες πολύτιμες που συμβάλλουν στην αντιοξειδωτική άμυνα του ανθρώπινου οργανισμού. Ο γερο-Βεσκούκης λέει ότι τον βοηθάνε πολύ στη λειτουργία του πεπτικού του συστήματος, κι εγώ τον εμπιστεύομαι γιατί όταν τελειώσουν οι μπουρνέλες, τρώει για τον ίδιο σκοπό σύκα και αργότερα τα ξανθά, άσπρα, μαύρα, κόκκινα και πολυποίκιλα σταφύλια που είναι και τα αγαπημένα του. Αυτό είναι το καλοκαίρι στην ελληνική επαρχία: χρώματα, μυρουδιές, χυμοί, βότανα, ελιξίρια, γεύσεις κι επιγνώσεις και χιλιάδες άλλα παράγωγα της γης και του ήλιου.

Ο Κώστας είναι ένας διαβασμένος παραγωγός και μαζί με τον πατέρα του, έμπειρο γεωτεχνικό, ασχολείται με την καλλιέργεια και το εμπόριο. Παράγει βιολογικά μαρούλια, κρεμμύδια, καρότα, καρπούζια και άλλα λαχανικά και φρούτα, μεταχειρίζεται με άλλη αντίληψη το έδαφος, μελετά τη μετασυλλεκτική συμπεριφορά των νωπών προϊόντων, αναζητά νέες συσκευασίες και αγορές, ψάχνει για οικολογικά σκευάσματα για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς και τις ασθένειες των καλλιεργειών του, δηλαδή προσπαθεί και επιμένει. Τρώγοντας και κυρίως αφού πιει το άψογο κρασί αρχίζει: «τέτοια προϊόντα πρέπει να φτιάξουμε προϊόντα ποιότητας. Στη χώρα μας με το μικρό κλήρο και τα πάμπολλα μικροκλίματα, κάθε τόπος παράγει τα δικά του πράγματα. Ποιότητα και ταυτότητα, αυτά θα δώσουν υπεραξία στην παραγωγή και οικονομική βιωσιμότητα στην καλλιέργεια»…

Και ξανά η μνήμη  με τη μορφή της συνείδησης, ενοχής αυτή τη φορά, με την πιπεριά Φλωρίνης, την τσακώνικη μελιτζάνα, τ’ αργείτικο πεπόνι, το μήλο της Τρίπολης, το ζακυνθινό τυρί, το βούτυρο Κέρκυρας, τα κεράσια Βοδενών, τα φασόλια Καστοριάς, την κορωνέϊκη λαδολιά, το πρόβειο γιαούρτι, το τσάι του βουνού, τις εκατοντάδες ξεχασμένες ή χαμένες ταυτότητες, και στη θέση της τα πλαστά διαβατήρια των υβριδίων και των μεταλλαγμένων.

Προέχει όμως να πάμε και τέλος στο φίλο μας τον Άγγελο το ληξίαρχο, τό ‘χω ξαναπεί, να μας ξαναεκδώσει  ένα πιστοποιητικό γέννησης και να φτιάξουμε τη δική μας ταυτότητα για να δούμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Και όχι να γινόμαστε κάθε φορά αυτό που λένε οι γραφειοκράτες, οι λαϊκιστές και τα κόμματα. Αλλά δεν πάμε, γιατί μετά μας περιμένει όλους πολλή δουλειά κι ευθύνη: πρόγραμμα, έρευνα, τεχνολογία, τράπεζα σπόρων κι άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό, γνώση, μ’ άλλα λόγια πραγματική υποστήριξη -αλήθεια υπάρχει πρωτογενής τομέας σε καμία χώρα χωρίς κεντρική υποστήριξη- και κυρίως ανθρώπινη προσπάθεια και επιμονή, δηλαδή γη ποτισμένη με ιδρώτα.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, 1η Ιουνίου, το μεσημέρι, ανέβηκα σ’ ένα ημιορεινό χωριό που μ’ είχαν καλέσει. Ήταν ημέρα της κουράς των προβάτων. Τι γίνεται τότε; Ο τσοπάνης καλεί τους συναδέλφους και φίλους του να τον βοηθήσουν να κουρέψει τα πρόβατά του. Αυτοί προσφέρονται να βοηθήσουν χωρίς αμοιβή, άλλωστε κάποια απ’ τις επόμενες μέρες θα’ ρθει κι η δική τους σειρά και ο ιδιοκτήτης υποχρεούται το μεσημέρι μετά τη δουλειά να τους κάνει το τραπέζι. Ουσιαστικά πρόκειται για μια «δανεικαριά», διαδικασία που ίσχυε στο παρελθόν για πολλές αγροτικές εργασίες και που τώρα διατηρείται μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση σαν έθιμο, και συνδέεται με μοναδικό και πλούσιο γεύμα. Ο Νίκος, ο νεαρός κτηνοτρόφος με καλωσόρισε με χαρά και μάτια που λάμπανε λέγοντάς μου πως «σήμερα έχουμε γιορτή, κάτι σαν το Πάσχα» και μου έλεγε να καθίσω κάτω εκεί στην αυλή. Στο λευκό «κεντησμένο» χειροποίητο τραπεζομάντιλο κυριαρχούσαν οι πιατέλες με το βραστό (πρόβατο ζυγούρι) περιβαλλόμενες από τυριά, γιαούρτια, μυτζήθρες, τυρόπιτες, τζατζίκια, κουρκουβίγγια, μέλια και βούτυρα, αλλά και κρασί κόκκινο και ψωμί ζυμωτό στο φούρνο του σπιτιού, που είναι φτιαγμένος με λάσπη, δηλαδή νερό και χώμα. Η πλειοψηφία των παριστάμενων είναι νέοι είκοσι-τριάντα χρόνων με ξαναμμένα πρόσωπα από τον ήλιο και πρόχειρα ρούχα, αφού αργότερα θα πάνε κατευθείαν στις δικές τους δουλειές, τα τριφύλλια, τις πατάτες, τα ζώα τους… Ωστόσο τώρα τρώνε, πίνουν, γελάν, πειράζει ο ένας τον άλλον και με τα μάτια προσπαθούν να ξελογιάσουν τα λυγερά κορίτσια που πηγαινοέρχονται στην κουζίνα τροφοδοτώντας συνεχώς με φαγώσιμα το τραπέζι.

Μικρή παραφωνία, ο κύριος Θανάσης, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος τρώει ακατάπαυστα με το βλέμμα καρφωμένο αλλού, συλλογίζεται, δεν συμμετέχει. Σε μια διακοπή σκουπίζεται (με τη λινή πετσέτα αφαιρώντας και την άσπρη γραμμούλα που έχει σχηματιστεί στο περιποιημένο του μουστάκι από το λίπος) και αποφαίνεται: «Οι νέοι πίνουν στην υγειά των κορόιδων». Ο κυρ-Μήτσος, συνομήλικός  του και ενεργός αγρότης, τον διακόπτει: «Σταμάτα Θανάση, τα παιδιά μας είναι καλά, δουλεύουν, μας βοηθάνε, μας σέβονται, είμαστε τυχεροί που τα ‘χουμε δίπλα μας στο χωριό…». Τα παιδιά συνεχίζουν να τον κερνούν γελώντας αλλά αυτός επιμένει: «Όχι Μήτσο, δεν έχεις δίκιο, εμείς στερηθήκαμε, κουραστήκαμε, σ’ εμάς τα χρωστάνε όλα, τρώνε και τις επιδοτήσεις και δεν καταλαβαίνουν τίποτα».

Προσπάθησα να εξηγήσω τη συμπεριφορά του. Υπάρχει φθόνος ή είναι μια σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων; Εγώ πάντως στον κόσμο του κυρίου Θανάση δεν θέλησα να μπω ποτέ. Μου θυμίζει μιζέρια, μούχλα και ληγμένη κονσέρβα. Ο πραγματικός κόσμος είναι εδώ, όπως τον κόβει το μάτι μου, από το Σανταμεριάνικο βουνό ως το Ιόνιο, πέτρες, βράχια, ρίζες, φως και χώματα που παραμένει σταθερός κι αγέρωχος, αιώνες τώρα και κάθε καλοκαίρι με τον ανθρώπινο κόπο μετατρέπεται σε ζωή και τραγούδι.

Φεύγοντας «ο τσοπάνης» μου πρόσφερε μια μικρή σακούλα με λίγα αυγά κι ένα μπουκάλι με βαθύ κόκκινο περιεχόμενο δικής του παραγωγής. Φτάνοντας στο σπίτι άνοιξα το μπουκάλι κι ανυπόμονα ρούφηξα δυο γουλιές απ’ αυτό το σκούρο και γευστικό υγρό. Δυο γουλιές ευχαρίστησης και αυτοπεποίθησης. Έτσι απλά δυο γουλιές πετιμέζι απ’ το αμπέλι του Νίκου.

(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από την εφημερίδα ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, 9/4/2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια: