8/5/13

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

του Τάκη Λαϊνά

Αφιερώνεται στο φίλο μου ποιητή Χ. Ντάντο

Μέρος 1ο

Η ομαδική πτήση των πουλιών ήταν και είναι μια εικόνα που πάντα με γοήτευε. Η γεωγραφική θέση, η βλάστηση και κυρίως τα νερά, λίμνες λιμνοθάλασσες ποτάμια βάλτοι, είναι οι αιτίες που έχουμε πολλές τέτοιες όμορφες εικόνες στο τόπο μας. Νωρίς την άνοιξη και συνήθως το μεγαλοβδόμαδο περνούν τα τρυγόνια. Έρχονται από το Νότιο ημισφαίριο που χειμωνιάζει και πηγαίνουν στο Βόρειο που καλοκαιριάζει. Διασχίζουν την Αφρική και όλη τη Μεσόγειο και κουρασμένα εξαντλημένα και αδύναμα κάνουν πρώτη στάση στα Στροφάδια και την Ζάκυνθο, όπου γίνονται εύκολη λεία των κυνηγών, ανασυντάσσονται γρήγορα και πάλι σε ομάδες συνεχίζουν περνώντας από συγκεκριμένα σημεία κάθε φορά, Κάστρο, Αλυκές Λεχαινών, Φάλαρη και προορισμό την Ουκρανία, τη Ρωσία και αλλού. Τα ίδια πουλιά επιστρέφουν το Δεκαπενταύγουστο για τον ίδιο λόγο γιατί ο καιρός αντιστρέφεται, αλλά είναι ψωμωμένα και δυνατά και σαφώς πλουσιότερη και νοστιμότερη λιχουδιά μαγειρεμένα στην κατσαρόλα. Αυτό το γεγονός μου έδινε την ευκαιρία στο τέλος της δεκαετίας του ’60 να κάνω πολιτική κριτική με χιούμορ στο συνομήλικό μου Βασίλη, κυνηγό και δεξιό, λέγοντας ότι στις χώρες του προλεταριάτου υπάρχει ευημερία κι όλοι τρώνε και περνούν καλά, ενώ στην Αφρική τον τρίτο κόσμο, αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης του καπιταλισμού υπάρχει πείνα γενικώς, ακόμα και τα τρυγόνια πεινάνε, και άραγε εμείς ποιο κόσμο θα διαλέξουμε; Αυτά λέγαμε παιδιά και γελούσαμε.


Τον Νοέμβρη με ηλιοφάνεια εμφανίζονται με σμήνη πολυάριθμα τα γλαρόνια ή σβορίνια, πουλιά μικρόσωμα και μαυριδερά, κυνηγετικώς αδιάφορα γιατί δεν τρώγονται και οι γεωργοί μάταια προσπαθούν να τ’ αποδιώξουν γιατί κάνουν ζημιά στον καρπό των λιόδεντρων. Συχνά τα σμήνη αυτά ενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν ένα ατελείωτο δίχτυ σκιάς που καλύπτει σχεδόν τον ορίζοντα και σκεπάζει τον ουρανό. Πολλοί παρομοίασαν αυτόν το αμέτρητο αριθμό πουλιών με τα κλωνιά της μαύρης σταφίδας και τους γυαλιστερούς κόκκους της μπαρούτης. Εμένα, όταν τους επιτίθενται το γεράκι, με τις ξαφνικές συγχρονισμένες κινήσεις τους και την αλλαγή χρωματισμού, μου θυμίζουν τεράστια σκαλιστή μεταλλική ασπίδα αρχαίου πολεμιστή στη μάχη, όπου το μολυβί διαδέχεται το σταχτί, το ασημί και το μαύρο, ανάλογα με τη γωνία που χτυπά η ακτίνα του ήλιου. Είναι τα παπιά και οι μπάλιζες στο Κοτύχι, τα σπουργίτια το χειμώνα που σου χτυπάνε τα τζάμια, τα χελιδόνια το καλοκαίρι το σούρουπο που τρέχουν σαν δαιμονισμένα κράζοντας και καταπίνοντας κουνούπια κι άλλα έντομα, το κιρκινέζι το μοναχό που σημαδεύει ακίνητο από ψηλά σαύρες και σκουλήκια στα οργώματα, οι φάσες, οι δεκοχτούρες, οι τσικνιάδες, οι μπαμπακούλες και άλλα πολλά. Η πιο εντυπωσιακή όμως εικόνα κατά τη γνώμη μου είναι το πέταγμα των γερανών. Ολιγάριθμες ομάδες πουλιών, σε μεγάλο ύψος, απρόσβλητες από τα σκάγια και φόντο τον μολυβί ουρανό του Δεκέμβρη, με σταθερή ταχύτητα και πειθαρχημένα ταξιδεύουν. Το ταξίδι τους είναι μεγάλο και έχει κινδύνους και απώλειες, το κάνουν όμως από ανάγκη. Αφήνουν τον τόπο τους και πάνε σ’ άλλα μέρη για καλύτερες συνθήκες ζωής, μεταναστεύουν. Όπως μεταναστεύουν και οι άνθρωποι, εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Τον προηγούμενο αιώνα, δυο φορές τουλάχιστον συγγενείς και φίλοι μας, φτωχοί εργάτες και μικρο-αγρότες εγκατέλειψαν την πατρίδα μας και πήγαν σε ξένες χώρες, στην Αμερική, την Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Γερμανία για καλύτερη τύχη. Στις μέρες μας εξ αιτίας της μεγάλης ανεργίας ξαναφεύγουν τα παιδιά μας για να δουλέψουν και να ζήσουν αλλού και είναι σπουδαγμένα και μορφωμένα γιατί αυτό απαιτεί σήμερα ο ανταγωνισμός της εργασίας. Το ίδιο κάνουν και οι Μπαγκλαντέζοι και οι Πακιστανοί που έρχονται στη δική μας πατρίδα. Αυτωνών το ταξίδι κι αν έχει απώλειες. Όποιος εγκαταλείπει τον τόπο του για να πάει σ’ άλλο τόπο μακρινό, υπάρχει πιθανότητα για διάφορους λόγους να μη ξαναγυρίσει ποτέ. Κι αυτό οι γερανοί το γνωρίζουν. Κάτι ανάλογο κάνουν και οι καλημάνες. Αυτά τα πουλιά έρχονται εδώ νωρίς τον Νοέμβρη για να ξεχειμωνιάσουν, και τέλος Φλεβάρη αρχές Μάρτη ξαναφεύγουν. Ανήκουν στην κατηγορία των παρυδάτιων πτηνών, τους αρέσει το νερό, όπως λέει η ορνιθολογία, φωλιάζουν στους όχτους των ποταμιών, των λαγκαδιών και στις νησίδες των βάλτων. Ένας κυνηγός από τον Έβρο μου έλεγε ότι πήραν το όνομά τους επειδή προστατεύουν τα μικρά τους με ηρωισμό και αυτοθυσία από τις επιδρομές των αρπακτικών, είναι δηλαδή καλές μάνες. Άλλοι πιστεύουν πως ονομάστηκαν έτσι από το σφύριγμά τους όταν πετούν πολλές μαζί. Ένα ήχο τρισύλλαβο οξύληκτο και επαναλαμβανόμενο που θυμίζει καλημάν- καλημάν. Και μετά έρχεται ο ποιητής κι όλα αυτά και πολλά περισσότερα ακόμη, νοήματα κι εικόνες τα συμπυκνώνει σε τρεις στίχους, γιατί έτσι είναι η ποίηση:

Ασπρόμαυρες
το σούρουπο περνούσαν
Φρεσκολουσμένες
Πού πάνε οι καλημάνες μάνα
Τόσο ψηλά,
μορφές δεν ξεχωρίζω


Μέρος 2ο

Τη Βασιλική οικογένεια είχε βρίσει το πρωί σε μια έκρηξη οργής, αγανάκτησης και παράπονου ο Μήτσος Πατρώνας καθώς έσκαβε, και το βράδυ ο χωροφύλακας του χτύπησε τη πόρτα. Ο Μ. Πατρώνας ήταν ένας από τους οχτώ εργάτες που από τη προηγούμενη μέρα δούλευαν στο χτήμα του Χ. Μπαρλίγκα, μια σταφίδα με έκταση 15 περίπου στρέμματα παλαιά στη θέση Αγραπιδιά. Νέος άντρας γύρω στα τριάντα, μεσαίου αναστήματος αλλά γεροδεμένος. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν σφιχτά σαν στριμμένα σχοινιά από το φτυάρι, τον κασμά, το πατητό και κυρίως την αξίνα. Το σκάψιμο της σταφίδας και του αμπελιού ήταν απαραίτητη εργασία για την καταστροφή των άγριων χορταριών ή ζιζανίων κι όχι μόνο, και η αξίνα ήταν το μοναδικό εργαλείο για το σκοπό αυτό. Μια σιδερένια τετράγωνη πλάκα είκοσι περίπου εκατοστών, με την μπροστινή πλευρά την κόψη, πάντα τροχισμένη και κοφτερή για να καρφώνεται με ευκολία στο χώμα. Το πίσω μέρος της είναι διαμορφωμένο σε στρογγυλό κολάρο, όπου φοριέται το στυλιάρι, ένα κυλινδρικό σκληρό ξύλο ενός περίπου μέτρου από οξιά συνήθως για να μη σπάει. Κάθε εργάτης είχε τη δική του αξίνα, προσαρμοσμένη στην ανατομία του και κάθε βράδυ έπρεπε να την βουτάει στο νερό για να φουσκώνει το ξύλο και να σφίγγει με το μέταλλο. Η χρήση της απαιτούσε δύναμη τεχνική και ρυθμό. Ανεβοκατέβαινε χιλιάδες φορές από τα ίδια χέρια μέσα σε μια μέρα όπου συμμετείχαν όλα τα μέλη του σώματος, πόδια, μέση, μπράτσα, κοιλιακή χώρα, ωμοπλάτες τα πάντα. Ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα μετατρεπόταν σε μηχανή συνεχούς παραγωγής έργου με μικρές διακοπές. Η μηχανή όμως χρειαζόταν τη δική της πηγή ενέργειας. Φαΐ και κρασί, πολύ κρασί. Και το φαΐ είναι μέρος της συμφωνημένης αμοιβής εργασίας. Σαράντα δραχμές μεροκάματο και φαγητό. Και το φαΐ έπρεπε να είναι πολύ και να φαγωθεί νωρίς, την ώρα του κολατσιού για να πάρουν δυνάμεις και να τις κρατήσουν μέχρι το απόγιομα.


Το φαΐ λοιπόν ήταν η αιτία της σημερινής έκρηξης του Μ. Πατρώνα, γιατί ήταν φτωχό και λίγο: ρύζι με ψωμί.

–Άκου ρύζι, ούτε λίγες ελιές για προσφάι. Πώς να κρατηθείς με σκέτο ρύζι. Ευτυχώς που υπάρχει και το κρασί, μονολογούσε νευρικά καθώς δούλευε. Κερατάδες, τσιγκούνηδες,.. γαμώ τις περιουσίες σας.

Ένα ποτάμι θυμού πλημμύριζε μέσα του, φέρνοντας στην επιφάνεια τα απωθημένα της καταπίεσης της αντιπαλότητας και της κοινωνικής αδικίας. Ο φίλος του και γείτονάς του στον Άι - Γεράσιμο Κ. Προκόπης προσπάθησε να τον ηρεμήσει: το βράδυ θα σου κάνω το τραπέζι, χόρτα με λακέρδα, θα ρίξουμε και τέσσερα αυγά στην κατσαρόλα και θα τα φάμε με αλατοπίπερο, φαΐ βασιλικό…

-Γαμώ τον Βασιλιά σου και εσένα Προκόπη, ήταν η απάντηση.

Ο Πατρώνας δεν ήταν αριστερός, ούτε ο Προκόπης βασιλικός, απλά για την πλειοψηφία της εργατιάς και της φτωχολογιάς γενικά ο βασιλιάς συμβόλιζε την εξουσία και το πλούτο που δεν είχαν οι ίδιοι, ενώ για τους άλλους τους «εθνικόφρονες», πλούσιους και φτωχούς ήταν το ανάποδο, ο αγαπημένος τους δηλαδή και δεν επέτρεπαν σε κανένα να τους τον προσβάλει. Βαρύ το κλίμα το 1960, διχασμένη η κοινωνία, και δεκάδες οι καλοπροαίρετοι χαφιέδες στα Λεχαινά που μπορούσαν με το παραμικρό να σου καταστρέψουν τη ζωή τροφοδοτώντας με «στοιχεία» τους φακέλους των κοινωνικών φρονημάτων… Ο Νέγκας εργάτης και αυτός από την ίδια γειτονιά, μεγαλύτερος στα χρόνια παρενέβη για να προλάβει τα χειρότερα:

-Πάψε Μήτσο, μη βρίζεις, δεν κάνει… όμως το ποτάμι ήταν ασταμάτητο
-Πουτάνα Φρειδερίκη με τον μούλο σου…

Η δεύτερη παρεμβολή του Προκόπη ήταν καταλυτική:
-Καλά σου λέει ο Νέγκας, μη μιλάς, και τα κούρβουλα έχουν αυτιά,
του είπε, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στο Κασβίκη, έναν άλλο εργάτη από του Λόπεση που όλοι γνώριζαν ότι είχε δοσοληψίες με την αστυνομία. Η καχυποψία και ένας κρύος φόβος απλώθηκαν στην ομάδα και όλοι σώπασαν… με τη βαριά ανάσα του Πατρώνα να συνοδεύει τον ήχο της αξίνας του που ανεβοκατέβαινε με μανία κι έσκιζε τη γης, κόβοντας απότομα και βίαια τη ζωή της ανεπιθύμητης αγριάδας, δίνοντας πνοή στο χώμα και νέα ζωή στο κλήμα της σταφίδας.


Ο χωροφύλακας του ανακοίνωσε λακωνικά πως τον θέλει ο διοικητής, κι αυτός φόρεσε το τριμμένο του σακάκι και τον ακολούθησε αμίλητος. Ο διοικητής ήταν απότομος και βίαιος. Τον χαστούκισε, τον περιέλουσε με ακατονόμαστες λέξεις και απειλές και μετά διέταξε να τον ξυλοφορτώσουν. Και πάλι αμίλητος και με σφιγμένα δόντια υπέμεινε τον εξευτελισμό του. Και ξανά ένα κύμα θυμού και απελπισίας τον σκέπασε. Σκέφτηκε τον Κασβίκη στην αρχή με μίσος και μετά με περιφρόνηση. Κείνο το βράδυ πήρε την απόφασή του. Δεν τον πείραζε τόσο, ούτε η δουλειά ούτε η φτώχεια, παρ’ όλο που οι σταφίδες, η οικοδομή και μαζί της το μεροκάματο λιγόστευαν. Ήταν νέος και δυνατός κάτι θα έβρισκε να κάνει. Τη ταπείνωση όμως δεν την άντεχε με τίποτα. Σε λίγες μέρες έκανε τα χαρτιά του για τη Γερμανία, όπως χιλιάδες άλλοι τότε, κι έφυγε…


Τον συνάντησα λίγο πριν πεθάνει με τα ελάχιστα και κάτασπρα μαλλιά του κι ήταν πάλι εκεί. Στην Αγραπιδιά στις πρώην σταφίδες. Με το ποδήλατό του κι ένα μικρό καλάθι μάζευε χόρτα. Χαιρετηθήκαμε από μακριά και τον πλησίασα. Πιάσαμε κουβέντα. Με δυο τρία λόγια μου αφηγήθηκε πως ήταν η ξενιτιά. Δουλειά σπίτι, σπίτι δουλειά… και κρύο και χιόνι. Το κρύο δε μπόρεσε να το συνηθίσει ποτέ. Και τις Κυριακές τα απογεύματα στο καφενείο το ελληνικό. Με τα τραγούδια του Καζαντζίδη και βουρκωμένα μάτια. Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια. Μια νύχτα, μια ζωή. Όταν χωρίζαμε από το διπλανό λαγκάδι πέταξαν ένα μπουλούκι καλημάνες. Γυρίσαμε ταυτόχρονα και τις κοιτάξαμε με θαυμασμό και χαρά καθώς απομακρύνονταν…

Σύννεφα αργόσυρτα στην ίδια κατεύθυνση
Και η φωνή
Καλημάν, καλημάν, καλημάν...



Μάρτης 2013

Φωτογραφίες: Νατάσα Χριστοδούλου

(από την εφημερίδα ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, 3/5/1013)

Δεν υπάρχουν σχόλια: